μεταπαρατίθημι

μεταπαρατίθημι
μεταπαρατίθημι (Α)
μεταφέρω στον λογαριασμό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + παρα-τίθημι «παραθέτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”